μαρτυρίεςαπό την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 05/12/2008
ΑΝΤΥ ΧΟΝΤΑΣ, 27 χρόνων. Τελειώνει τις σπουδές του στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο και παράλληλα δουλεύει σερβιτόρος
«Αλλος κόσμος στο σχολείο, άλλος έξω απ' αυτόν»
Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΣΩΤΗΡΧΟΥ
Μερικοί δεν θέλουν να μιλήσουν. Αλλοι από απογοήτευση: «Και τι έγινε αν δώσω μια συνέντευξη παραπάνω, θα αλλάξει τίποτα;» θα σου πουν. Μπορεί να μην είναι τόσο η έλλειψη εμπιστοσύνης όσο αυτοπεποίθησης, πάντως κοινός παρονομαστής στην επιφυλακτικότητα είναι το βίωμα μιας ρατσιστικής αντιμετώπισης, μια πληγή που ακόμη δεν λέει να κλείσει.
«Είναι αλλιώς να λες ότι είσαι προλετάριος κατ' επιλογήν, να λες δεν έχω πατρίδα, έχοντας όμως διαβατήριο και τη δυνατότητα να ταξιδεύεις. Είναι αλλιώς για μας. Εμείς έχουμε ανάγκη από μια ταυτότητα. Κι εμένα που μεγάλωσα εδώ θα με πουν Αλβανή. Δεν έχω καν μια άδεια παραμονής να μπορώ να ταξιδέψω...».
Η Ε. είναι ένα από τα παιδιά που μεγάλωσαν εδώ και δυσκολεύεται να μιλήσει προς τα έξω, δεν θέλει να εκτεθεί. Εχει όμως τόσα να πει για την καθημερινή απόρριψη ως «μεταμετανάστης», όπως αυτοπροσδιορίζεται, ως παιδί μεταναστών το οποίο μεγάλωσε εδώ: «Δεν μπορείς να πεις ότι είσαι Ελληνας, όχι μόνο επειδή κουβαλάς επιπλέον ταυτότητες, αλλά επειδή δεν νιώσαμε και ποτέ πολίτες εδώ ζώντας 15 χρόνια. Οι γονείς μας χωρίς δουλειά, εμείς να μην έχουμε ποτέ στα χέρια μας μια άδεια παραμονής χωρίς ένσημα. Πώς να συγκριθούμε με τους μετανάστες μια άλλης χώρας; Αν οι γονείς μου είχαν πάει οπουδήποτε αλλού, θα 'χα υπηκοότητα όχι απλώς αδεια παραμονής. Ολα στο χέρι και μάλιστα από χρόνια...».
Μια απλή αλήθεια που μετατρέπεται σε κατηγορώ για μια κοντόφθαλμη εξουσία.
Μια εξουσία που δεν φαίνεται να αφουγκράζεται τα παιδιά της. Η «Ε» επιχειρεί από σήμερα να δώσει τον λόγο ακριβώς σε αυτά τα παιδιά, που η πολιτεία, και όχι η κοινωνία, αρνείται.
ΑΛΒΑΝΙΑ 1997
Ημουν τότε 16 χρόνων και αποφασισμένος να αλλάξω τη ζωή μου σε μια περίοδο τότε αναταραχών για τη χώρα μου και δύσκολη για την ηλικία μου, ακολουθώντας τον δρόμο πολλών συμπατριωτών μου. Αποφάσισα να πάω να ζήσω σε μια άλλη χώρα -δεν λέω να μεταναστεύσω, διότι τότε δεν ήξερα καν τι σημαίνει αυτό- όπου η ζωή θα ήταν πολύ καλύτερη και θα μου δίνονταν πολλές ευκαιρίες.
ΕΛΛΑΔΑ 1997
Ημουν πια παράνομος μετανάστης σε μια χώρα που φαινόταν πολύ καλύτερη από τη δική μου, με ανθρώπους που μιλούσαν μια ξένη και πολύ δύσκολη για μένα γλώσσα. Από τα πρώτα πράγματα που έμαθα ήταν ότι έπρεπε να αποφεύγω κάθε ένστολο στον δρόμο και ότι για να επιβιώσω έπρεπε να μην ξεχωρίζω από τους ντόπιους, πράγμα πολύ δύσκολο τότε, παρά τις προσπάθειές μου να μιμηθώ το ντύσιμό τους, την προφορά τους και το κάθε τι που νόμιζα ότι θα με βοηθούσε να ενταχθώ καλύτερα σ' αυτήν την κοινωνία. Και εκεί που νόμιζα ότι κάτι είχα καταφέρει, ερχόταν η απογοήτευση. Μόλις μιλούσα σε κάποιον η προφορά μου με πρόδιδε, το όνομά μου προκαλούσε σύγχυση και έφερνε αμέσως μετά την ερώτηση «εφιάλτη» για μένα, «από πού είσαι», στο άκουσμα της οποίας είχα αυτό το συναίσθημα που μου είναι δύσκολο να περιγράψω, γιατί είναι ένα μίγμα οργής, απογοήτευσης, δυσφορίας. Πάνω απ' όλα με εκνεύριζε το γεγονός ότι το καλύτερο που μπορούσα να περιμένω από αυτούς τους ανθρώπους ήταν να με λυπούνται!
Τα τρία πρώτα χρόνια στην Ελλάδα ήταν λίγο-πολύ απογοητευτικά: μαύρη εργασία, προκατάληψη, άρνηση από τους ντόπιους, καταδιωγμένοι από την Αστυνομία παρότι θεωρητικά νόμιμοι, καχυποψία παντού στο άκουσμα της λέξης «Αλβανός». Ντρεπόμουν για την καταγωγή μου. Τότε ήταν που αποφάσισα να αλλάξω κάτι στη ζωή μου και να συνεχίσω το σχολείο μετά από 4 χρόνια που το είχα παρατήσει, να τελειώσω τουλάχιστον τη μέση εκπαίδευση. Εκεί, στο 5ο Λύκειο Εξαρχείων, είδα μια άλλη Ελλάδα, που άρχισε να μου αρέσει. Οι καθηγητές μού φέρονταν καλά, εκτιμούσαν τις προσπάθειές μου και με βοήθησαν πολύ, όχι μόνο στα μαθήματα και στο σχολείο, αλλά και έξω από αυτό, όπου η ζωή ήταν διαφορετική. Ηταν σαν να ζούσα σε δύο κόσμους διαφορετικούς: το σχολείο και το περιβάλλον έξω από αυτό. Και μου άρεσε τόσο πολύ το σχολείο τότε, που λυπόμουν όταν ερχόταν η ώρα να φύγω και να πάω μετά για δουλειά. Οι φιλίες που έκανα, οι εκδρομές, οι περίπατοι, οι άνθρωποι που γνώριζα είχαν αρχίσει να αλλάζουν τη ζωή μου.
Και εκεί που νόμιζα ότι όλα βαίνουν καλώς, έρχεται η στιγμή της ανανέωσης της άδειας παραμονής μου στην Ελλάδα. Μετά τις ατελείωτες ουρές και τις βρισιές των σεκιουριτάδων στα γραφεία αυτά, η υπεύθυνη μου λέει ότι δεν δικαιούμαι άδεια παραμονής, γιατί τα ένσημα που έχω δεν είναι αρκετά, ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου, ο οποίος ορίζει ένα συγκεκριμένο αριθμό ημερών ασφάλισης τον χρόνο για να μπορείς να διαμένεις νόμιμα στη χώρα. Και τι που προσπάθησα να εξηγήσω ότι τον τελευταίο χρόνο πήγαινα σχολείο και οι δουλειές που έκανα για να συντηρηθώ ήταν περιστασιακές και τις περισσότερες φορές χωρίς ασφάλιση (τότε δούλευα σαν διανομέας, οικοδομή με τον θείο μου όταν είχε δουλειά και ό,τι άλλο έβρισκα και βόλευε τα ωράριά μου). Οι βεβαιώσεις από το σχολείο που μου έδινε ο λυκειάρχης, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται και ο ίδιος για την περίπτωσή μου, δεν σήμαιναν τίποτα στα μάτια των υπαλλήλων των γραφείων αυτών. Το θέμα είχε γίνει γνωστό σε όλους τους καθηγητές του σχολείου και πολλούς συμμαθητές, που με υποστήριζαν. Ανάμεσα σε αυτούς, μια καθηγήτρια αποφάσισε να πάει η ίδια στα γραφεία, μήπως έχει καλύτερη αντιμετώπιση. Σύμφωνα με όσα της είπαν, διαπιστώνει ότι ο νόμος δεν προβλέπει τέτοιες περιπτώσεις σαν τη δική μου. Αποφασίζουν, τότε, ερχόμενοι σε επαφή και με άλλους ανθρώπους που είχα γνωρίσει και με είχαν συμπαθήσει, να βρουν μια λύση μέσω των «κυκλωμάτων των δικηγόρων», που ασχολούνται με το -επικερδές γι' αυτούς- ζήτημα των μεταναστών. Μου σύστησαν ένα δικηγόρο, ο οποίος υποσχέθηκε να βρει λύση στο πρόβλημά μου έναντι ενός διόλου ευκαταφρόνητου ποσού, το οποίο φυσικά δεν είχα. Ετσι η καθηγήτρια αυτή, ζητώντας τη συμβολή και των υπολοίπων καθηγητών και μερικών άλλων ανθρώπων, μαζεύει και μου δίνει τα χρήματα που απαίτησε ο δικηγόρος για να λύσει το πρόβλημά μου.
Δεν γνωρίζω πώς και πού πήγαν όλα αυτά τα χρήματα. Τότε άλλωστε δεν μ' ενδιέφερε κιόλας. Σημασία είχε που είχα πάρει την άδεια παραμονής για ακόμη ένα χρόνο, χάρη στην οποία μπόρεσα να συνεχίσω να ζω νόμιμα σε αυτή τη χώρα. Κατάλαβα όμως ότι η θέση μου σε αυτή την κοινωνία δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου, απλά αντί για την άρνηση των ανθρώπων της, τώρα αντιμετώπιζα την άρνηση του κράτους. Το μόνο που εύχομαι να μου μείνει από αυτή την ιστορία είναι η αιώνια ευγνωμοσύνη γι' αυτούς τους ανθρώπους που με βοήθησαν, μου συμπαραστάθηκαν και μου έδωσαν ελπίδες για να συνεχίσω.
Η γραμμή του ορίζοντος, Χρήστος Βακαλόπουλος
Πριν από 5 ημέρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου